-
1 υποχρέωση
[ипохрэоси] ουσ. в. обязательство, долг, обязанностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποχρέωση
-
2 обязанность
обязанность ж η υποχρέωση· το καθήκον (долг)' возложить \обязанностьи υποχρεώνω· брать на себя \обязанность αναλαβαίνω την υποχρέωση* * *жη υποχρέωση; το καθήκον ( долг)возложи́ть обя́занности — υποχρεώνω
брать на себя́ обя́занность — αναλαβαίνω την υποχρέωση
-
3 обязательство
обязательство с η υποχρέωση* взять на себя \обязательство αναλαβαίνω την υποχρέωση* * *сη υποχρέωσηвзять на себя́ обяза́тельство — αναλαβαίνω την υποχρέωση
-
4 долг
долгм1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό. -
5 обязанностъ
обязанн||остъж ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος, τό καθήκον:считать своей \обязанностъостыо θεωρῶ καθήκον μου, θεωρώ ὑποχρέωση μου· исполнять свои́ \обязанностъости ἐκπληρώνω τίς ὑποχρεώσεις μου, ἐκτελώ τό καθήκον μου· по \обязанностъости ἀπό ὑποχρέωση· вменять что-л. в \обязанностъ ὑποχρεώνω κάποιον, ἐπιβάλλω ὡς καθήκον всеобщая воинская \обязанностъ ἡ γενική στρατιωτική ὑποχρεωτική θητεία· исполняющий \обязанностъости ὁ ἐκτελῶν χρέη, ὁ ἀντικαταστάτης. -
6 обязательство
обязательствос ἡ ὑποχρέωση [-ις]:долговое \обязательство τό ὀμόλογο[ν], τό χρεωστικό γραμμάτιο· социалистическое \обязательство ἡ σοσιαλιστική ὑποχρέωση· взять на себя \обязательство ἀναλαμβάνω τήν ὑποχρέωση. -
7 обязанность
-и θ.υποχρέωση, χρέος, καθήκον•считаю своей -ью θεωρώ υποχρέωση μου•
права и -и δικαιώματα και υποχρεώσεις•
исполнять свой -и εκπληρώνω (εκτελώ) τις υποχρεώσεις μου ή τα καθήκοντα μου•
служебные -и υπηρεσιακά καθήκοντα•
вменять что-л. в -επιβάλλω κάτι σαν καθήκον•
всеобщая войнс-кая обязанность γενική στρατιωτική υποχρέωση.
-
8 выполнить
выполнить, выполнять εκ πληρώνω, εκτελώ υλοποιώ. πραγματοποιώ (осуществить) \выполнить план εκπληρώνω το πλάνο \выполнить обязанность εκπληρώνω την υποχρέωση μου \выполнить обещание τηρώ την υπόσχεση μου* * *= выполнятьεκπληρώνω, εκτελώ; υλοποιώ, πραγματοποιώ ( осуществить)вы́полнить план — εκπληρώνω το πλάνο
вы́полнить обя́занность — εκπληρώνω την υποχρέωσή μου
вы́полнить обеща́ние — τηρώ την υπόσχεοή μου
-
9 священный
-
10 подписка
подпи́с||каж1. (на что-л.) ἡ ἐγγραφή / ἡ συνδρομή (на газету, журнал и т. п.)2. (обязательство) ἡ ὑποχρέωση[-ις], ἡ ὑπόσχεση [-ις]:дать \подпискаку ἀναλαμβάνω γραπτή ὑποχρέωση. -
11 долг
-а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•
чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•
долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•
считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•
нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•
защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•
человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•
по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.
2. οφειλή, χρέος•отдать долг δίνω πίσω το χρέος•
получать долг παίρνω το χρέος•
брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•
погашать -ξοφλώ το χρέος•
сделать долг χρεώνομαι•
неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•
уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.
εκφρ.первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•жить в долг – ζω με δανεικά•не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό. -
12 обязательство
-а ουδ.1. υποχρέωση•взять на себя обязательство αναλαμβάνω υποχρέωση•
взаимные -а αμοιβαίες υποχρεώσεις ή συνυποχρεώσεις.
2. (οικον.): долговое обязательство το χρεόγραφο. -
13 долг
1. (обязанность) το καθήκον, το χρέος, η υποχρέωση 2. (то, что взято или отдано заимообразно) το χρέ/ος, η οφειλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > долг
-
14 обязанность
το καθήκον, η υποχρέωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обязанность
-
15 обязательство
1. (обещание) η υπόσχεση 2. эк. η ευθύνη, η υποχρέωσηдолговое - το χρεώγραφο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обязательство
-
16 подписка
1. (на газеты, журналы) η συνδρομή 2. (письменное обязательство в чём-л.) η (έγγραφη) υποχρέωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подписка
-
17 функция
1. мат. η συνάρτησηвозрастающая - αύξουσα -, αυξανόμενη -- действия мех. - δράσηςпоказательная - см. экспоненциальная -2. биол. η λειτουργία 3. (значение, назначение) о προορισμόςο ρόλος4. (явление, зависящее от другого) η λειτουργίατο φαινόμενο5. (круг деятельности, обязанность) το καθήκον, η υποχρέωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > функция
-
18 обязать
-
19 обязаться
υποχρεώνομαι, αναλαβαίνω υποχρέωση -
20 вменять
вменятьнесов:\вменять в вину́ καταλογίζω σφάλμα, θεωρώ κάποιον ἐνοχο γιά κάτι· \вменять в обязанность ἐπιβάλλω ὑποχρέωση σέ κάποιον, ἐπιφορτίζω κάποιον.
См. также в других словарях:
υποχρέωση — η, Ν 1. το να οφείλει κανείς να κάνει κάτι 2. ηθικό χρέος, ηθική επιταγή 3. χρηματική οφειλή, χρέος 4. φρ. α) «έχω υποχρεώσεις» είμαι ηθικά δεσμευμένος απέναντι στην οικογένειά μου για την συντήρησή της ή για την αποκατάσταση παιδιών ή αδελφών β) … Dictionary of Greek
υποχρέωση — η 1. το να είναι κανείς υπόχρεος να κάνει κάτι: Υποχρέωση εξόφλησης του δανείου. 2. ηθικό χρέος, καθήκον: Έχω υποχρέωση στο φίλο μου. 3. υλικό χρέος, χρηματική οφειλή: Η εταιρεία έχει πολλές υποχρεώσεις. 4. στον πληθ., υποχρεώσεις ηθικά χρέη για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek
παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… … Dictionary of Greek